πικρολόγος

πικρολόγος
πικρο-λόγος, ον,
A speaking bitter things, γλῶσσα prob. in Epigr.Gr.288c4 ([place name] Cyprus).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πικρολόγος — ον, Α αυτός που ξεστομίζει πικρά, δηκτικά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… …   Dictionary of Greek

  • πικρολογία — ἡ, ΜΑ [πικρολόγος] το να λέει κανείς πικρά λόγια, να προκαλεί πίκρα στους άλλους με τα λόγια του …   Dictionary of Greek

  • πικρολογώ — έω, Μ [πικρολόγος] λέγω πικρά, σκληρά λόγια …   Dictionary of Greek

  • πικρολόγι(ον) — τὸ, Μ [πικρολόγος] η πικρολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”